- πενταπλασίᾳ
- πενταπλασίᾱͅ , πενταπλάσιοςfive-foldfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενταπλασία — πενταπλασίᾱ , πενταπλάσιος five fold fem nom/voc/acc dual πενταπλασίᾱ , πενταπλάσιος five fold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλάσια — πενταπλάσιος five fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασίας — πενταπλασίᾱς , πενταπλάσιος five fold fem acc pl πενταπλασίᾱς , πενταπλάσιος five fold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασίαν — πενταπλασίᾱν , πενταπλάσιος five fold fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλάσιος — α, ο / πενταπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. πενταπλήσιος, ίη, ον, ΝΑ αυτός που είναι πέντε φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως μονάδα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πενταπλάσιο ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από μια άλλη.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, Τζον — (John Dalton, Ίγκλισφιλντ, Κούμπερλαντ 1766 – Μάντσεστερ 1844). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος υφαντουργού, αναγκάστηκε από πολύ νέος να κερδίζει ο ίδιος τη ζωή του διδάσκοντας σε δημοτικά σχολεία· συγχρόνως όμως μελετούσε φυσική και μαθηματικά … Dictionary of Greek